- πατσατζήδικο
- το1. μαγειρείο στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται κυρίως πατσάς2. (περιφρονητικά) ευτελές εστιατόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατσατζηδ- τού πληθ. πατσατζήδες + κατάλ. -ικο (πρβλ. παλιατζήδ-ικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιατζήδικο — το κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες τού παλιατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)] … Dictionary of Greek
πατσατζής — ο 1. αυτός που καθαρίζει και πουλάει ωμούς πατσάδες 2. αυτός που μαγειρεύει πατσά και τόν πουλάει σε ειδικό μαγειρείο, στο πατσατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pacaci] … Dictionary of Greek